- καταβιβάζεται
- καταβιβάζωmake to go downpres ind mp 3rd sgκαταβιβάζωmake to go downpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστοδόκη — η (Α ἱστοδόκη) διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη τού πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός νεοελλ. η ιστοπέδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη κυμο δόκη] … Dictionary of Greek
κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… … Dictionary of Greek
κατάβλημα — το (Α κατάβλημα) [καταβάλλω] κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά. αρχ. 1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.) 2. (για πλοία) παράρρυμα*, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων … Dictionary of Greek
κοσμοπολίτικος — η, ο και κοσμοπολιτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοπολιτισμό ή στον κοσμοπολίτη 2. αυτός που συνηθίζεται σε όλα τα μέρη τού κόσμου («κοσμοπολίτικα έθιμα») 3. φρ. α) «κοσμοπολίτικη ζωή» ζωή προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες… … Dictionary of Greek